- θερειλεχής
- θερειλεχής, -ές (Α)αυτός που είναι κατάλληλος να ξαπλώσει κανείς στη σκιά του το καλοκαίρι («θερειλεχής πλάτανος», Νίκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + -λεχής (< λέχος), πρβλ. απειρο-λεχής, κοινο-λεχής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θερειλεχέος — θερειλεχής for sleeping under in summer masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέχος — λέχος, τὸ (Α) 1. ανάκλιντρο, κλίνη, κρεβάτι («Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤι», Ομ. Ιλ.) 2. συζυγική κλίνη και, κατ επέκταση, ο γάμος (α. «λέχος δ ᾔσχυνε», Ομ. Οδ. β. «ἰὼ λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες», Αισχύλ) 3. η σύζυγος («λέχος γαμήλιον», Αριστοφ.) 4.… … Dictionary of Greek